- εντεροκολίτιδα
- η(ιατρ.), η ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή του λεπτού και του παχιού εντέρου, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία άφθονων βλεννών στα περιττώματα και από εναλλαγές δυσκοιλιότητας και διάρροιας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.